χθεσινός — χθεσινός, ή, ό και χτεσινός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χτεσινή ημέρα, αυτός που έγινε χτες: Αυτό το φαΐ είναι χθεσινό. 2. πρόσφατος, του τελευταίου καιρού: Αυτό είναι χτεσινό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χθεσινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινά — χθεσινός neut nom/voc/acc pl χθεσινά̱ , χθεσινός fem nom/voc/acc dual χθεσινά̱ , χθεσινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινόν — χθεσινός masc acc sg χθεσινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινοί — χθεσινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινοῦ — χθεσινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινῆς — χθεσινός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινῇ — χθεσινός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινή — χθεσινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινήν — χθεσινός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)